προαλῶς

προαμαρτάνω

προαμείϐομαι
προ·αμαρτάνω (ao. 2 -ήμαρτον, etc.) [ᾰμ] pécher auparavant, NT. 2 Cor. 12, 21 ; 13, 2 ; τὰ προημαρτημένα, Hdn 3, 14, les fautes antérieures.