Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
προαναχωρέω-ῶ
προαναχώρησις
προαναψηφίζω
προαναχώρησις,
εως
(
ἡ
) action de s’éloigner auparavant,
Thc.
4, 128
.
Étym.
προαναχωρέω
.