προαπαλλάσσω

προαπαντάω-ῶ

προαπάντημα
προ·απαντάω-ῶ [ᾰπ] aller le premier au-devant de, dat. Luc. V.H. 1, 38 ; abs. Thc. 1, 69 ; 4, 92 ; 6, 42.