προαυλίζομαι

προαύλιον

προαυξής
προ·αύλιον, ου (τὸ) prélude sur la flûte, Plat. Crat. 417e ; Arstt. Rhet. 3, 14, 1 ; fig. Thém. 367a.
Étym. π. αὐλός.