προϐατεύσιμος

προϐατευτικός

προϐατεύω
προϐατευτικός, ή, όν [] qui concerne le soin des brebis : κύων, Philstr. 278 ; Lgs 3, 7, chien de berger ; ἡ προϐατευτική (avec et sans τέχνη) Xén. Œc. 5, 3, l’art d’élever ou de garder les brebis.
Étym. προϐατεύω.