προϐιότης

προϐιόω-ῶ

προϐλαστάνω
προ·ϐιόω-ῶ, vivre auparavant, Clém. 580 ; τὰ προϐεϐιωμένα, Pol. 11, 2, 9 ; Plut. M. 10b, 561a, la vie antérieure.