προϐλημάτιον

προϐληματουργικός

προϐληματώδης
προϐληματουργικός, ή, όν [] qui concerne la construction des fortifications : ἡ προϐληματουργική (s. e. τέχνη) l’art de construire des machines de défense, Plat. Pol. 280d.
Étym. πρόϐλημα, ἔργον.