προϐοηθέω

προϐόλαιος

προϐολή
προϐόλαιος, ος, ον, qu’on présente en avant, qu’on oppose, Thcr. Idyl. 24, 123 ; subst. ὁ πρ. (s. e. ἄκων) Oracl. (Hdt. 7, 148) épieu ou javeline en arrêt ; cf. πρόϐολος.
Étym. προϐολή.