προχαριστήρια

πρόχειλος

προχειμάζω
πρό·χειλος, ος, ον :
1 aux lèvres saillantes, Str. 96 ; Luc. Philops. 34 ||
2 subst. τὰ πρόχειλα, Ruf. (Orib. 3, 384 B.-Dar.) le bord des lèvres.
Étym. π. χεῖλος.