πρόχειρος

προχειρότης

προχειροτονέω-ῶ
προχειρότης, ητος ()
1 bonne volonté, ardeur, Arr. Epict. 3, 21, 18 ||
2 action de traiter, maniement, Sext. M. 1, 249.
Étym. πρόχειρος.