προεγγράφω

προεγείρω

προεγκάθημαι
προεγείρω :
1 éveiller auparavant, acc. Arstt. Nic. 7, 7, 8 ||
2 intr. au pf. 2 (part. προεγρηγορώς, υῖα, ός) être éveillé auparavant, Arstt. Probl. 18, 1.