προεισπέμπω

προεισφέρω

προεισφορά
προ·εισφέρω (f. -εισοίσω, ao. -εισήνεγκα, etc.) faire l’avance d’une somme pour les impôts de qqn, Dém. 1046, 24 ; ὑπὲρ ἑαυτοῦ, Dém. 1208, 25, payer d’avance ses propres impôts.