προεκδιδάσκω

προεκδίδωμι

προεκζέω
προ·εκδίδωμι (f. -εκδώσω, ao. -εξέδωκα, etc.) [δῐ] publier auparavant ou pour la première fois, acc. Pol. 16, 20, 7 ; DH. Thuc. 1.