προεκφέρω

προεκφεύγω

προεκφλογόω-ῶ
προ·εκφεύγω (f. -εκφεύξομαι, ao. 2 -εξέφυγον, etc.) s’enfuir auparavant de, gén. DS. 38, 50 ; abs. Plut. M. 250d ; DC. Exc. 83.