προεγκρατεύομαι

προεγχαράσσω

προεγχειρέω-ῶ
προ·εγχαράσσω, att. -άττω [χᾰ]
1 graver auparavant dans, Phil. 2, 229 ||
2 scarifier auparavant, Arét. Cur. m. acut. 2, 13.