προεπιμελέομαι-οῦμαι

προεπινοέω-οῶ

προεπιξενόω-ῶ
προ·επινοέω-οῶ, concevoir ou imaginer auparavant : τι, Str. 109 ; Plut. M. 1071f, etc. ; qqe ch. ; τί τινος, Sext. 11, 186, une ch. avant une autre.