προεπιπλήσσω

προεπισκέπτομαι

προεπισκοπέω-ῶ
προ·επισκέπτομαι (pf. pass. προεπέσκεμμαι) considérer d’avance, Ptol. 1, 6, 3 ; au pass. Str. 349.