προεσθίω

πρόεσις

προεσκεμμένως
πρόεσις, εως ()
1 action de laisser aller, de lâcher, Arstt. H.A. 10, 2, 3, etc. ||
2 profusion, prodigalité, Arstt. Nic. 2, 7, 4.
Étym. προΐημι.