προέηκα

προεθίζω

προεθιστέον
προ·εθίζω, accoutumer d’avance : πρός τι, Arstt. Pol. 8, 1, 2, ou ἐπί τι, Plut. M. 531a, à qqe ch. ; abs. Xén. Cyr. 6, 2, 29.