προευαγγελίζομαι

προευδοκιμέω-ῶ

προευθετίζω
προ·ευδοκιμέω-ῶ [] avoir une bonne réputation antérieurement acquise : τὸ προευδοκιμοῦν, DC. 39, 25, bonne renommée acquise ; οἱ προευδοκιμηκότες, DH. Rhet. 5, 6, hommes déjà illustres.