προευπορέω-ῶ

προευτρεπίζω

προευφραίνω
προ·ευτρεπίζω (f. ίσω, part. pf. pass. προηυτρεπισμένος) tenir tout prêt, Jos. A.J. 20, 6, 3 ; Hld. 7, 24, etc. ||
Moy. m. sign. Jos. A.J. 20, 4, 2.