προεξάλλομαι

προεξαμαρτάνω

προεξανάγομαι
προ·εξαμαρτάνω [ᾰμ] commettre une faute auparavant, Isocr. 75b ; τι εἴς τινα, Isocr. 123c, commettre une faute à l’égard de qqn.