προεξερευνητής

προεξέρχομαι

προεξεστακώς
προ·εξέρχομαι (ao. 2 -εξῆλθον, etc.)
1 sortir auparavant, Pol. 2, 23, 6 ||
2 sortir en avant de, hors de, gén. DH. 1, 46 ||
3 s’avancer contre, dat. Thc. 7, 74.