προεξιλεόομαι-εοῦμαι

προεξίστημι

προεξοδεύω
προ·εξίστημι (seul. part. pf. intr. προεξεστηκώς, υῖα, ός) être éminent, saillant, Arstt. Physiogn. 5, 7 ||
E Part. pf. dor. προεξεστακώς [] Pythag.