προγαργαλίζω

προγαστρίδιος

πρόγαστρος
προ·γαστρίδιος, ος, ον [ῐδ] qui couvre le ventre : subst. τὸ προγαστρίδιον, Luc. Salt. 27, tablier de comédien.
Étym. π. γαστήρ.