προθωράκιον

προϊάλλω

προϊάπτω
προ·ϊάλλω (seul. impf. προΐαλλον)
I (πρό, devant)
1 envoyer, faire partir, acc. Il. 8, 365 ; 11, 3 ; Od. 15, 370 ; envoyer à qqn : σιάλων τὸν ἄριστον, Od. 14, 18, le plus beau des porcs ||
2 lancer : ὀϊστόν, Thcr. Idyl. 25, 235, un trait ||
II (πρό, auparavant) commencer par envoyer, Anth. 1, 29.