προΐστημι

προϊστορέω-ῶ

προϊσχάνω
προ·ϊστορέω-ῶ :
1 mentionner auparavant, Arstt. Mund. 3, 12 ; Pol. 1, 13, 9 ; DS. 11, 89 ||
2 s’informer auparavant, Clém. 564.