προκαθοσιόω-ῶ

προκαίω

προκακοπαθέω-ῶ
προ·καίω (f. -καύσω, ao. προέκηα, etc.) mettre le feu auparavant, Th. H.P. 2, 4 fin ; au pass. Xén. An. 7, 2, 18.