προκαλινδέω-ῶ

προκάλυμμα

προκαλύπτω
προκάλυμμα, ατος (τὸ) [κᾰ] couverture, particul. voile, tenture, Eschl. Ag. 691, enveloppe, abri, T. Locr. 100b ; Thc. 2, 75 ; fig. prétexte, excuse, Thc. 3, 67 ; Luc. Pseud. 31.
Étym. προκαλύπτω.