προκαταλεαίνω

προκαταλέγω

προκαταλήγω
προ·καταλέγω (f. -λέξω, part. pf. pass. -καταλελεγμένος ou -κατειλεγμένος) raconter ou exposer auparavant, Hdt. 4, 175 ; Ath. 119a.