προκαταμαλάσσω

προκαταμανθάνω

προκαταμαντεύομαι
προ·καταμανθάνω (f. -καταμαθήσομαι, ao. 2 -κατέμαθον, etc.) apprendre ou savoir d’avance ou auparavant, Hpc. Acut. 383 ; DC. 52, 33, etc.