προκαταϐρέχω

προκαταγγέλλω

προκαταγελάω-ῶ
προ·καταγγέλλω, annoncer ou déclarer d’avance, NT. Ap. 3, 18, 2, 2 Cor. 9, 5 ; Jos. A.J. 2, 5, 2.