προκαταπονέω-ῶ

προκαταριθμέω-ῶ

προκαταρκτικός
προ·καταριθμέω-ῶ [ᾰρ] énumérer auparavant, Hiérocl. (Stob. Fl. 79, 53) ; Sext. M. 7, 363.