προκαθαριεύω

προκαθέζομαι

προκαθεύδω
προ·καθέζομαι (f. -καθεδοῦμαι, inf. ao. pass. au sens intr. προκαθεσθῆναι)
1 présider, gén. Phintys (Stob. Fl. 74, 61) ||
2 camper devant, gén. A. Polyh. (Eus. P.E. 432d) ; Clém. 418.