προκαθίημι

προκάθισις

προκαθίστημι
προκάθισις, εως () [ᾰθῐ]
1 action de siéger en avant, Jos. A.J. 17, 9, 5 ||
2 action de siéger en public, Plut. M. 166a.
Étym. προκαθίζω.