Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
προκαθηγέομαι-οῦμαι
προκαθηγέτις
προκαθηγητήρ
*προ·καθηγέτις,
dor.
προκαθαγέτις
[
ᾰᾱγ
]
seul.
voc.
προκαθαγέτι
(
ἡ
)
fém.
c.
προκαθηγητής,
Dionys.
Hymn.
1, 6
.