προκαθηγέομαι-οῦμαι

προκαθηγέτις

προκαθηγητήρ
*προ·καθηγέτις, dor. προκαθαγέτις [ᾰᾱγ] seul. voc. προκαθαγέτι () fém. c. προκαθηγητής, Dionys. Hymn. 1, 6.