πρόκλησις

προκλητικός

προκλίνη
προκλητικός, ή, όν :
1 qui provoque, El. N.A. 4, 16 ; Plut. Marc. 7 ||
2 propre à provoquer, à exciter, gén. Diosc. 1, 162.
Étym. προκαλέω.