προκνίς

προκοίλιος

προκοιμάομαι-ῶμαι
προ·κοίλιος, ος, ον, au ventre proéminent, Rhét. 5, 594 W. ; Syn. Ep. 110 vulg. πρόκοιλος.
Étym. π. κοιλία.