πρόκριτος
πρόκροονπρό·κριτος, ος, ον
[ῐ]
1 préféré, choisi,
Plat. Rsp.
537d,
Leg. 945b ; Arstt. Pol. 4, 14, 10 ; avec
ἤ, Anth.
5, 258 ||
2 subst. ὁ πρ. τῆς βουλῆς, τῆς
γερουσίας = lat. princeps senatus, DC.
46, 20 ; 53,
1.
Étym.
προκρίνω.
-->