Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
προκυλισμός
προκυλίω
προκυμάτια
*προ·κυλίω,
seul.
moy.
προκυλίομαι
(
f.
προκυλίσομαι
) [
ῠῑ
]
c.
προκυλινδέομαι,
DH.
8, 39 ;
App.
It.
5, 12
||
E
Impf. contr.
προὐκυλιόμην,
X. Éph.