προλιμνάζω

προλιμνάς

προλιμοκτονέω-ῶ
προ·λιμνάς, άδος () [ᾰδ] marais que forment à la source ou à l’embouchure les eaux d’un fleuve, Arstt. H.A. 6, 14, 2.
Étym. π. λίμνη.