προλήνιον

προληπτικός

πρόληψις
προληπτικός, ή, όν, qui anticipe, Plut. M. 427b ; Rhét. 8, 666 W. ||
Cp. -ώτερος, Dysc. Synt. 32, 8.
Étym. προλαμϐάνω.