Προμανθεύς

προμαντεία

προμάντευμα
προμαντεία, ας () droit de consulter le premier l’oracle (de Delphes) Dém. 119, 17 ; 446, 13 ||
E Ion. προμαντηΐη, Hdt. 1, 54.
Étym. προμαντεύω.