προμεριμνάω-ῶ

προμεταϐάλλω

προμετρέω-ῶ
προ·μεταϐάλλω :
1 tr. changer auparavant, Gal. 6, 42 ||
2 intr. se changer auparavant, Sext. M. 5, 59.