προμηνύω

προμήτωρ

προμηχανάομαι-ῶμαι
προ·μήτωρ, ορος () aïeule maternelle, Luc. Am. 2, 19 ||
E Dor. προμάτωρ [] Eschl. Sept. 149 ; Eur. Ph. 676, 828.