προνομία

προνόμιον

προνομοθετέω-ῶ
προ·νόμιον, ου (τὸ)
1 partie du chant qui précède le νόμος (v. ce mot) Him. 4, 3 ||
2 c. ἀρραϐών, Luc. Rh. præc. 17.
Étym. π. νόμος.