Πρόνομος

πρόνοος-ους

Πρόνοος
πρό·νοος-ους, οος-ους, οον-ουν, prévoyant, prudent, Hdt. 3, 36 ; Eschl. Suppl. 969 ||
Cp. -νούστερος, Soph. Aj. 119.
Étym. π. νόος.