προνοητής

προνοητικός

προνοητικῶς
προνοητικός, ή, όν :
1 prévoyant, Xén. Mem. 4, 3, 6 ||
2 p. suite, qui a soin de pourvoir, qui prend soin de, Xén. Mem. 1, 3, 9 ; Arstt. Nic. 6, 7, 4 ; Plut. M. 1052b.
Étym. προνοέω.