προορύσσω

προορχηστήρ

προουρέω-ῶ
προ·ορχηστήρ, ῆρος () litt. qui conduit la danse, d’où fig., chez les Thessaliens, c. προστάτης ou προαγωνιστής, Luc. Salt. 14.
Étym. π. ὀρχέομαι.