προπαραλαμϐάνω

προπαραλήγω

προπαραλύω
προ·παραλήγω, être antépénultième : ἡ προπαραλήγουσα (s. e. συλλαϐή) Sch.-Ar. Ran. 1455, etc. la syllabe antépénultième ||
Moy. m. sign. EM. 308, 49.